συναπτός

συναπτός
ός и ή , όν непрерывающийся; беспрерывный;

επί πέντε συναπτά έτη — пять лет подряд


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συναπτός" в других словарях:

  • συναπτός — ή, ό / συναπτός, όν, ΝΜΑ, θηλ. και συναπτή, ΜΑ [συνάπτω] 1. ενωμένος, συνδεδεμένος 2. συνεχής, αδιάκοπος, αλλεπάλληλος (α. «η πολιορκία κράτησε τρία συναπτά έτη» β. «συναπτὰς ποιήσομεν τὰς πράξεις», Αριστοτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. η συναπτή (στην… …   Dictionary of Greek

  • συναπτόν — συναπτός joined together masc/fem acc sg συναπτός joined together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπτοί — συναπτός joined together masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπτούς — συναπτός joined together masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπτά — συναπτός joined together neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπτῶν — συναπτός joined together masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπτῶς — συναπτός joined together adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπτῷ — συναπτός joined together masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνοσύναπτος — ον, Α πυκνοσύγκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + συναπτός (< συνάπτομαι)] …   Dictionary of Greek

  • συναπτή — η, ΝΜΑ βλ. συναπτός …   Dictionary of Greek

  • συναπτώς — συναπτῶς ΝΜ, και συναπτά Ν βλ. συναπτός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»